Οβριός

Οβριός
ο , Οβριά η еврей, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Οβριός" в других словарях:

  • Όβριος — Επίθετο του Δία, ως αίτιου για τις βροχές. Βωμός του υπήρχε στην κορυφή του Υμηττού, όπου βρισκόταν και το άγαλμα του Υμηττίου Δία, και άλλος στην Αθήνα, η ίδρυση του οποίου αποδίδεται στον Δευκαλίωνα. Άλλο ιερό του Ό. Δία είχε ιδρυθεί στην… …   Dictionary of Greek

  • Οβραίος — και Οβριός, ο, θηλ. Οβραία και Οβριά Εβραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Οβραίος σχηματίστηκε από υπερίσχυση τού άρθρου ο: ο Εβραίος > Οβραίος (πρβλ. ο έμορφος > όμορφος). Ο τ. Οβριός < Οβραίος, με συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά)] …   Dictionary of Greek

  • Griechische Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der griechischen Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Die wichtigsten Inseln sind: Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) 1.1.2 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Inseln — Zu Griechenland gehören mehr als 3.000 Inseln, von denen jedoch nur 78 mehr als 100 Einwohner haben. Inhaltsverzeichnis 1 Inseln im Ionischen Meer 1.1 Ionische Inseln 1.1.1 Diapontische Inseln (Διαπόντια νησιά) …   Deutsch Wikipedia

  • Οβραιοπούλα — και Οβριοπούλα, η μικρή Εβραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οβραίος / Οβριός + υποκορ. κατάλ. πούλα] …   Dictionary of Greek

  • εβραίος — και οβραίος, α και αίισσα, ο και οβριός, ιά (AM ἑβραῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης νεοελλ. άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος… …   Dictionary of Greek

  • οβραιοσύνη — και οβριοσύνη, η εβραιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οβραίος / Οβριός + κατάλ. σύνη (πρβλ. δικαιοσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • οβριακή — η [Οβριός] 1. η εβραϊκή γλώσσα 2. συνοικία που κατοικείται από Εβραίους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»